- μονότροπος
- -η, -ο (ΑΜ μονότροπος, -ον)αυτός που γίνεται ή υπάρχει κατά έναν και μοναδικό τρόπο, ο ενός μόνο είδους, μονότονοςνεοελλ.1. φυσ.-χημ.) αυτός που παρουσιάζει το φαινόμενο τής μονοτροπίας2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονότροπαβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων πολυετών φυτών με ερμαφρόδιτα άνθη, παράσιτων ή σαπροφυτικών, που ανήκει στην τάξη ερικώδημσν.(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ μονότροποιοι μοναχοί, οι καλόγηροιμσν.-αρχ.μονήρης, μοναχικός, έρημοςαρχ.1. άγαμος2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μονότροπα(μετρ.) τα αμιγή αναπαιστικά συστήματα, δηλ. αυτά που δεν χρησιμοποιούν κώλα με άλλα μέτρα και έχουν αμιγή και ομοιόμορφη την αττική διάλεκτο3. (το αρσ. ως κύριο όν.) Μονότροποςτίτλος έργου τού Φρυνίχου, τού Αναξίλα και τού Οφηλίου.επίρρ...μονοτρόπως και μονότροπα (Α μονοτρόπως)με έναν και ιδιαίτερο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + τρόπος (πρβλ. πολύτροπος)].
Dictionary of Greek. 2013.